- μιλτολογώ
- μιλτολογῶ, -έω (Α)εξετάζω την επιφάνεια τών λίθων με ορθογώνιο όργανο χρωματισμένο με μίλτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -λογῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek